- ὡρεσιδώτης
- ὡρεσῐδώτης, ου, ὁ,A one who brings on the seasons, or who gives the ripe fruits in their season, epith. of Apollo, like ὡρηφόρος, ib.525.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωρεσιδώτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που παρέχει ώριμους καρπούς στην κατάλληλη εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα «κατάλληλη εποχή» + δώτης (< δί δωμι), πρβλ. ἐλπιδο δώτης, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω)] … Dictionary of Greek
ὡρεσιδώτην — ὡρεσιδώτης one who brings on the seasons masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)